μαστίγωση — η (Α μαστίγωσις, εως) [μαστιγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστιγώνω, δαρμός, χτύπημα με μαστίγιο, μαστίγωμα 2. είδος ποινής σε διάφορες εποχές 3. είδος ιεροτελεστίας κατά την αρχαιότητα … Dictionary of Greek
μαστίγωση — η το μαστίγωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμαστίγωση — η (Α διαμαστίγωσις, εως) [διαμαστιγώ] σκληρή μαστίγωση, σκληρό μαστίγωμα αρχ. «διαμαστίγωσις μέχρι θανάτου» πολλές φορές μαστίγωση τών εφήβων τής Σπάρτης πάνω στον βωμό τής Όρθιας Αρτέμιδος κατά την ετήσια εορτή τής θεάς … Dictionary of Greek
πυριτιομαστιγωτά — τα, Ν ζωολ. τάξη θαλάσσιων μαστιγοφόρων πρωτοζώων που χαρακτηρίζονται από τον πυριτικό κατά κανόνα σωληνοειδή σκελετό τους και από ένα μόνον μαστίγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιο + μαστίγωση. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… … Dictionary of Greek
Ορθία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κνούτο — το 1. μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες που απολήγουν σε μεταλλικά σφαιρίδια με το οποίο μαστίγωναν στη Ρωσία, από τον 16ο ώς τα μέσα τού 19ου αιώνα, εγκληματίες ή κατηγορουμένους για πολιτικά αδικήματα 2. η μαστίγωση με κνούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ … Dictionary of Greek
κραδίας — κραδίας, ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [κράδη] 1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς 2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας… … Dictionary of Greek
λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… … Dictionary of Greek